- αντίκοψη
- [-ις (-εως)] η1) препятствие, помеха; противодёйстие; 2) перебивание (говорящего)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀντικόψῃ — ἀντικόψηι , ἀντίκοψις opposition fem dat sg (epic) ἀντικόπτω cut down mutually aor subj mid 2nd sg ἀντικόπτω cut down mutually aor subj act 3rd sg ἀντικόπτω cut down mutually fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)